- φευκτός
- -ή, -ό / φευκτός, -ή, -όν, ΝΑ [φεύγω]νεοελλ.αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει κανείςαρχ.1. αυτός τον οποίο πρέπει ν' αποφεύγει κανείς («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», Λουκιαν.)2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.